- ἐπικορυφοῦται
- ἐπί-κορυφόωbring to a headpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικορυφούμαι — ἐπικορυφοῡμαι, όομαι (Α) [κορυφούμαι] υψώνομαι, φθάνω ώς την κορυφή («ἐπικορυφοῡται τῇ ὑπερηφανείᾳ», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek